οκαζιόν

οκαζιόν
επίρρ. σε τιμή ευκαιρίας, πολύ φτηνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. occasion «ευκαιρία» < λατ. occasio «ευκαιρία» < λατ. occido «πέφτω κάτω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οκαζιόν — η (λ. γαλλ.), ευκαιρία: Είναι τιμή οκαζιόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”